- ενδοσκόπιο
- τοιατρικό όργανο που χρησιμεύει για εξέταση τού εσωτερικού κοιλοτήτων τού σώματος οι οποίες έχουν στενό στόμιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοσκόπιο — το ιατρικό εργαλείο με το οποίο φωτίζεται το εσωτερικό κοιλότητας του σώματος που έχει στενό στόμιο, και διευκολύνεται έτσι η εξέτασή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία — Ειδική εξέταση των σωλήνων που οδηγούν από το συκώτι, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας στο δωδεκαδάκτυλο. Με το ενδοσκόπιο διοχετεύεται σε αυτούς τους σωλήνες σκιαγραφικό υλικό, που επιτρέπει στον γιατρό να κάνει τις παρατηρήσεις του. Η μέθοδος… … Dictionary of Greek
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
γαστροσκόπιο — το εύκαμπτο ενδοσκόπιο ψυχρού φωτός για την εκτέλεση εξετάσεων τού στομάχου … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… … Dictionary of Greek
μητροσκοπία — και μητροσκόπηση, η η εξέταση τής μήτρας με ειδικό ενδοσκόπιο … Dictionary of Greek
πανενδοσκόπιο — το ιατρ. είδος κυστεοσκοπίου που παρέχει εποπτική και γενική εικόνα τής ουροδόχου κύστεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. panendoscope < παν * + ενδοσκόπιο] … Dictionary of Greek
περιτοναιοσκοπία — η, Ν η εξέταση τής περιτοναϊκής κοιλότητας με ενδοσκόπιο που επιτρέπει τον εσωτερικό φωτισμό τής κοιλιάς, αλλ. λαπαροσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritoneoscope (< περιτόναιο + σκοπία < σκόπος < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
φωνενδοσκόπιο — το, Ν ιατρ. όργανο για την ακρόαση τών ενδοθωρακικών σπλάγχνων, με κύριο εκπρόσωπο το στηθοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonendoscope < φωνή + ενδοσκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνενδοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek